- αστέναχτος
- -η, -ο (AM ἀστένακτος, -ον)1. αυτός που δεν στενάζει («Ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ», Δ. Σολωμός«ἄκλαυτος, ἀστένακτος» — χωρίς κλάματα και στεναγμούς, Ευρ.)2. εκείνος κατά τη διάρκεια του οποίου δεν στέναξε κάποιος (φρ. «δεν πέρασα μέρα αστέναχτη»«ἀστένακτος ἡμέρα», Ευρ.)νεοελλ.εκείνος για τον οποίο δεν στέναξε κανένας («πήγε άκλαυτος κι αστέναχτος»).
Dictionary of Greek. 2013.