αστέναχτος

αστέναχτος
-η, -ο (AM ἀστένακτος, -ον)
1. αυτός που δεν στενάζει («Ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ», Δ. Σολωμός
«ἄκλαυτος, ἀστένακτος» — χωρίς κλάματα και στεναγμούς, Ευρ.)
2. εκείνος κατά τη διάρκεια του οποίου δεν στέναξε κάποιος (φρ. «δεν πέρασα μέρα αστέναχτη»
«ἀστένακτος ἡμέρα», Ευρ.)
νεοελλ.
εκείνος για τον οποίο δεν στέναξε κανένας («πήγε άκλαυτος κι αστέναχτος»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αστέναχτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε στέναξε, δεν υπόφερε: Πέρασε μια ζωή αστέναχτη. 2. εκείνος για τον οποίο δε στέναξε κανείς: Χάθηκε στην ξενιτιά άκλαυτος κι αστέναχτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”